ἰχθυοφάγων

ἰχθυοφάγων
ἰχθυόφαγος
eating fish
masc/fem/neut gen pl
ἰχθυοφάγος
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαλακροκορακίδες — (Phalacrocoracidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των πελεκανόμορφων ή στεγανόποδων. Αριθμεί γύρω στα 30 είδη, γνωστά κυρίως με την κοινή ονομασία κορμοράνοι. Στις ελληνικές περιοχές ζουν τρία είδη, ο φαλακροκόρακας ο άνθρακας (αλλιώς κορμοράνος …   Dictionary of Greek

  • φαλακροκόραξ — και φαλακροκόρακας, ο, Ν ζωολ. γένος και γενική λόγια ονομασία τών υδρόβιων ιχθυοφάγων πτηνών τής οικογένειας φαλακροκορακίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phalacrocorax < φαλακρός + κόραξ, ακος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”